- ερείδω
- (Α ἐρείδω)στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζωνεοελλ.1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη2. ναυτ. φρ. έρειδεπαράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαιστηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη γνωστή ειλικρίνειά σου»)αρχ.1. θλίβω, πιέζω, ωθώ2. στυλώνω, υποστηρίζω, ενισχύω3. στερεώνω, θεμελιώνω, φυτεύω4. πιέζω με δύναμη5. ρίχνω, εξακοντίζω, εκσφενδονίζω6. στοιχηματίζω7. επιτίθεμαι, εναντιώνομαι σε κάποιον, «τού ρίχνομαι»8. πέφτω με τα μούτρα σε κάτι, κυρίως στο φαγητό9. παθ. ἐρείδομαιείμαι καλά στερεωμένος, μπηγμένος («λᾱε ἐρηρέδαται» — οι πέτρες ήταν καλά μπηγμένες, στερεωμένες, Ομ. Ιλ.)10. μέσ. ἐρείδομαισυναγωνίζομαι, μάχομαι11. (μτχ.) ἐρεισάμενος, -η, -οναυτός που πατά γερά, που έχει ακλόνητη θέση12. φρ. α) «ἐρείδω πληγήν» — μπήγω κάτι στο δέρμα και δημιουργώ τραύμαβ) «ἀλλήλῃσιν ἐρείδουσαι» — στηριζόμενες, στοιβαγμένες ή μια πάνω στην άλλη, Ομ. Οδ.)γ) «οὔδεϊ χαῑται ἐρηρέδαται» — τα μαλλιά που φθάνουν στο έδαφος, που πέφτουν χάμω, Ομ. Ιλ.)13. (για πλοίο) πέφτω σε ξηρά, προσαρμόζω, καθίζω («ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος», ΚΔ)14. μέσ. με την ίδια σημασία, όπως προηγουμένως: ναυαγώ, πέφτω στην ξηρά15. (αμετάβ.) (για ασθένεια) προσβάλλω ορισμένο μέρος16. καταθέτω κάτι απέναντι σε άλλο, θέτω ως έπαθλο («ἄγε καὶ τύ τιν’ εὔβοτον ἀμνὸν ἔρειδε» — έλα φέρε και κατάθεσε και συ, ως έπαθλο, ένα καλοθρεμμένο αρνί, Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός τού τ. ερείδω με το λατ. ridica «υπόστημα, πάσσαλος αμπελιού» δεν φαίνεται πολύ πιθανός.ΠΑΡ. έρεισις, έρεισμα, ερειστικός.ΣΥΝΘ. αρχ. αντερείδω, απερείδω, διερείδω, ενερείδω, εξερείδω, επερείδω, προσερείδω, συνερείδω, υπερείδω].
Dictionary of Greek. 2013.